ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Να’ μαι λοιπόν, μετά από τρία χρόνια, και πάλι στο χωριό. Στο Κατάκολο του Πύργου Ηλείας. Εκεί, όπου ως έφηβη έχω περάσει πολλά καλοκαίρια.

Είχα να πάω καιρό, είναι η αλήθεια. Ε, μεγαλώσαμε πια, ξέρεις, δουλεύουμε, οι παρέες διασπάστηκαν, τα παιδιά που έκανα κάποτε παρέα έχουν πια δικά τους παιδιά, καταλαβαίνεις.

Στο δρόμο για Πύργο
Στο δρόμο για Πύργο

Με το που πλησίαζα στο σπίτι, μια γνώριμη μυρωδιά με υποδέχτηκε. Η μυρωδιά “του χωριού”, όπως την λέω χαρακτηριστικά. Η θεία μας περίμενε στην πίσω αυλή, μας αγκάλιασε και φυσικά μας είχε το τραπέζι στρωμένο με χίλια δυο φαγητά. Κάποτε, μας υποδεχόταν και η γιαγιά Ντ., και ένα πράγμα που θυμάμαι πολύ έντονα από εκείνη είναι η συγκίνηση κάθε φορά που φεύγαμε για Αθήνα, αλλά και το ότι έφευγε πάντα νωρίτερα από την παραλία, για να μας τηγανίσει πατάτες και να είναι έτοιμες μόλις επιστρέψουμε.

Πανσέληνος από το σπίτι
Πανσέληνος από το σπίτι

Εγώ που λες στο χωριό δεν πήγαινα συχνά μικρή. Αρχικά, μου φαινόταν υπερβολικά μακριά. Σκέψου τότε, δεν είχαν φτιαχτεί οι νέοι δρόμοι και για να φτάσεις Πύργο έπρεπε να περάσεις μέσα από Πάτρα, κίνηση, και μια διαδρομή πάνω από τέσσερις ώρες, που στα μάτια μου φάνταζε δεκατέσσερις. Επίσης, δεν είχα παρέες. Τα παιδιά της γειτονιάς ήταν μεγαλύτερα κι έκαναν παρέα με τον αδερφό μου, που είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος. Ο αδερφός μου, ο Α., ήταν μόνιμος κάτοικος τα καλοκαίρια, έφευγε με το που έκλειναν τα σχολεία και επέστρεφε Αθήνα τον Σεπτέμβριο. Είχε λοιπόν τις παρέες του, έπαιζαν στην θάλασσα, άναβαν και φωτιές τα βράδια στην παραλία, αλλά εγώ ήμουν πάντα το “μικρό”. Θυμάμαι μια φορά, που ο μπαμπάς με κατέβασε στην παραλία ένα βράδυ και με πήγε στον αδερφό μου να κάτσω κι εγώ μαζί του, δεν είχε χαρεί και πολύ. Ήταν τότε που ως “μικρό” αποτελούσα βάρος. Και εντάξει, τα έξι χρόνια σε εκείνες τις ηλικίες, ήταν αγεφύρωτα!

p10
Στην παραλία στο Καβούρι

Άλλες χαρακτηριστικές εικόνες που ξεπηδούν μπροστά μου, είναι όταν ερχόταν ο παγωτατζής με το φορτηγάκι του στην παραλία. Ο Α. τον έβλεπε πάντα και η ταχύτητα με την οποία έβγαινε έξω από τη θάλασσα κι έτρεχε προς το μέρος του, είναι κάτι που συζητιέται ακόμη στην οικογένεια! Εγώ, κλασικά, ακολουθούσα. Και μια φορά, είχε καταιγίδα στο χωριό, με κεραυνούς και αστραπές. Το κρεβάτι μου ήταν δίπλα στο παράθυρο και ο φοβερός αδερφός μου, μου είχε πει, ότι είμαι άτυχη που κοιμάμαι δίπλα στο παράθυρο, γιατί ο κεραυνός θα μπει μέσα και θα με χτυπήσει. Φυσικά, τον είχα πιστέψει, είχα κρεμαστεί πάνω του (κοιτούσε την βροχή από την πόρτα) και δεν πήγαινα για ύπνο, εάν δεν ερχόταν μαζί. Και πήγα και στον μπαμπά να του πω “μπαμπά, ο Α. μου είπε…”.

p4

Το “μικρό” όμως μεγάλωσε. Και έγινε έφηβη. Ο Α., φοιτητής πια, είχε άλλα προγράμματα καλοκαιρινά. Εγώ, όμως, άρχισα να αποκτώ τις δικές μου παρέες. Οπότε, καταλαβαίνεις. Οι πρώτες παρέες που δίναμε ραντεβού κάθε καλοκαίρι, τα πρώτα σκιρτήματα και οι πρώτοι τσακωμοί με τον μπαμπά για τα ξενύχτια, άρχισαν εκεί, στο χωριό. Αυγουστιάτικη πανσέληνος στην παραλία στο Καβούρι, ηλιοβασιλέματα, γέλια, αγωνία, καρδιοχτύπια! Τώρα οι παρέες διασπάστηκαν και όλοι είναι παντρεμένοι με παιδιά. Απόρησα λίγο τι κάνω εγώ στη ζωή μου και που πάω (μια μικρή υπαρξιακή κρίση) αλλά ευτυχώς την ξεπέρασα σύντομα.

p3

Είχα μείνει, όμως, εκεί που το τραπέζι μάς περίμενε στρωμένο από τη θεία κατά την άφιξή μας με τον Α. (ε ναι, ήρθε και ο μεγάλος αδερφός μαζί). Κάτσαμε στις ίδιες θέσεις που καθόμασταν πάντα και σκάσαμε στο φαγητό, αφού η θεία είχε μαγειρέψει για επτά άτομα και όχι για τρία. Τα πρωινά, πίναμε καφέ με κουλουράκια και από τον χωματόδρομο περνούσαν οι κλασικές φιγούρες, όπως κάθε καλοκαίρι, και σε συγκεκριμένες ώρες. Η κυρία Π, που κάθε μέρα στις 11 περνά για να πάει στη θάλασσα και λέει “καλημέρα”, το εγγονάκι των διπλανών, που τώρα πια είναι κάπου στα 17-18 και έχει ύψος πάνω από 1,80, ο μανάβης, ο φούρναρης και η κυρία Δ. να κάθεται δίπλα, στη δική της αυλή, μόνη και να περιμένει στωικά να την φωνάξει η θεία να έρθει να πιει καφέ μαζί μας. Οι συγγενείς, που έρχονταν επίσκεψη να μας δουν και άλλοι που πηγαίναμε εμείς, και όλοι νας μας λένε “μα βρε παιδιά, να έρχεστε συχνότερα, όχι να αφήνετε τρία χρόνια” και η θεία να τους δείχνει όλο καμάρι το απόκομμα του Πρώτου Θέματος (ε, φυσικά της πήγα ένα να χαρεί) και εγώ να τους εξηγώ τι είναι το travel blog και τι ακριβώς κάνω! Να μην παραλείψω να αναφέρω τα βράδια γύρω από τη μουριά (που δεν υπάρχει πια γιατί αρρώστησε) που η θεία μας διηγούνταν ιστορίες από το παρελθόν, τα καμώματα του Μεγάλου Αδερφού, αλλά και ιστορίες παλιές, “τρόμου”, όπως τις αποκαλώ εγώ. Ξέρεις τώρα, ιστορίες με μάγεια και πνεύματα, που έρχονται από πολύ, μα πολύ παλιά, αλλά η θεία και οι συγγενείς γενικά τις πιστεύουν. Για να πω την αλήθεια, κάθε φορά επηρεάζομαι (είναι και 2 τα ξημερώματα όταν γίνονται αυτές οι συζητήσεις) και κάθε φορά ο Μεγάλος Αδερφός μου τις αναλύει με τη λογική, κι εγώ να ρωτάω “ναι, αλλά πώς εξηγείς αυτό”;

Παραλία στο Κορακοχώρι
Παραλία στο Κορακοχώρι

Θα κλείσω αυτό το κείμενο τονίζοντας αυτό που (με λύπη) παρατηρώ γύρω μου.  Ακούω παιδιά να παίζουν στις πλατείες και να βρίζουν αισχρά το ένα το άλλο, σε φάση “αστείου”. Εμείς δεν ήμασταν έτσι, θυμάμαι. Δεν βρίζαμε. Ήμασταν πιο “αθώα” γενιά, νομίζω. Αυτό, ωστόσο, είναι μια άλλη ιστορία.

p8

Σε αφήνω με λίγες φωτογραφίες από την διαδρομή της επιστροφής. Με τον Μεγάλο Αδερφό, θέλαμε από Πύργο να βγούμε στον καινούριο (και φανταστικό) δρόμο της Εθνικής προς Τρίπολη, αλλά κάπου μπλεχτήκαμε και βγήκαμε σε έναν επαρχιακό δρόμο. Στην αρχή εκνευριστήκαμε λίγο, αλλά τελικά λέγαμε “ευτυχώς που μπερδευτήκαμε” γιατί η διαδρομή ήταν απίστευτη! Άφθονο πράσινο, πλαγιές, ένα πραγματικό αναζωογονητικό φυσικό περιβάλλον και ο αέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα να είναι απολαυστικός. Σταματήσαμε και στο πανέμορφο χωριό Λαγκάδια για έναν καφέ και μπορεί να αργήσαμε λίγο να φτάσουμε Αθήνα, αλλά πραγματικά άξιζε!

Θέα από το χωριό Λαγκάδια
Θέα από το χωριό Λαγκάδια
Θέα από το χωριό Λαγκάδια
Θέα από το χωριό Λαγκάδια

*Αν βρεθείς στο χωριό μου, να πας για μπάνιο η καφέ στην παραλία “Μπούκα” (στο Κορακοχώρι) και στον Άγιο Ανδρέα. Για ψαράκι στο Κατάκολο, στο “Μουράγιο”, και να βρεις την Άντζελα*

Εσένα ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σου από το χωριό;